- αεράθλημα
- τοάθλημα κατά το οποίο γίνεται επίδειξη πτητικών κανοτήτων με μικρά αεροσκάφη ή ελαφρές ιπτάμενες μηχανές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αερομοντελισμός — Τεχνική κατασκευής και χρησιμοποίησης αερομοντέλων, δηλαδή μικρών ομοιωμάτων πτητικών συσκευών, τα οποία μπορεί να είναι είτε στατικά, με πιστά αντίγραφα πραγματικών αεροσκαφών σε όλες τις λεπτομέρειες, είτε, το συνηθέστερο, ιπτάμενα. Τα ιπτάμενα … Dictionary of Greek
αλεξιπτωτισμός — ο (Αθλ.) το αεράθλημα τής καθόδου με αλεξίπτωτο από μεγάλο ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξίπτωτο + κατάλ. ισμός. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ., γαλλ. parachutisme] … Dictionary of Greek
πυραυλομοντελισμός — ο, Ν (αθλ.) το αεράθλημα ή το χόμπυ που σχετίζεται με την κατασκευή ομοιωμάτων πυραύλων υπό κλίμακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύραλος + μοντέλο + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek